- πικρίας
- πικρίᾱς , πικρίαbitternessfem acc plπικρίᾱς , πικρίαbitternessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρία — η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ) μσν. αρχ. αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ β. «τὴν… … Dictionary of Greek
Άνταμς, Χένρι — (Henry Adams, Βοστόνη 1838 – Ουάσινγκτον 1918). Αμερικανός συγγραφέας και ιστορικός. Γόνος επιφανούς οικογένειας πουριτανών, που συμμετείχε ευρύτατα στη ζωή των ΗΠΑ, και γιος του Τσαρλς Φράνσις Άνταμς (βλ. λ.), υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα στον… … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
горесть — ГОРЕСТ|Ь (60), И с. 1. Горечь: иже бо грѣхъ сладостью въніде. горестию да проженеть сѩ. Изб 1076, 34 об.; горести и оцта. не ѿречесѩ вкѹсити мене ради. ПНЧ 1296, 50; всѩкъ бо чл҃вкъ аще ѹкуси(т) сладка. послѣди горести не приимаеть. ЛЛ 1377, 37… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
πίκραμα — το, Ν [πικραίνω] 1. η πρόκληση πικρίας, λύπης σε κάποιον 2. η πικρία, η θλίψη … Dictionary of Greek
πικρασμός — ο, ΝΜΑ, και πικραμός Ν [πικραίνω] αίσθημα πικρίας, πίκρα, θλίψη … Dictionary of Greek
χολόκοκκα — τὰ, ΜΑ, και χολόκουκκα Μ κόκκοι καρπών διαφόρων φυτών χρήσιμοι για καθαρισμό τής χολής («καὶ καταπίνω πάντοτε χολόκοκκα πικρίας», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + κόκκος] … Dictionary of Greek
Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… … Dictionary of Greek